- κοφινοποιός
- ο (Α κοφινοποιός)αυτός που κατασκευάζει κοφίνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + -ποιός (< ποιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
κοφινάς — Βουνό (1.231 μ.) της Κρήτης στον νομό Ηρακλείου. Υψώνεται Ν της πεδιάδας της Μεσαράς και κατά μήκος των ακτών του Λιβυκού πελάγους, στα νότια παράλια της πρώην επαρχίας Μυλοποτάμου. Προς τα Δ αποτελεί προέκταση της οροσειράς Δίκτης και καταλήγει… … Dictionary of Greek
κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… … Dictionary of Greek